φλίτ

φλίτ
το άκλ. инсектицид (жидкость)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "φλίτ" в других словарях:

  • φλιτ — το άκλ. (λ. αγγλ.) 1. είδος εντομοκτόνου φαρμάκου: Με φλιτ σκοτώνονται τα κουνούπια. 2. ειδική συσκευή αντλίας με έμβολο για την εκτόξευση αυτού του εντομοκτόνου σε μορφή πυκνών σταγονιδίων: Χάλασε το χερούλι του φλιτ …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φλιτ — το, Ν άκλ. 1. είδος εντομοκτόνου 2. συσκευή ψεκασμού. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. Flit, εμπορική ονομ. εντομοκτόνου] …   Dictionary of Greek

  • Φλιτ, Τζον-Φέιθφουλ — (Flut, 1847 – 1917). Άγγλος ινδολόγος και επιγραφολόγος. Στη διάρκεια της πολύχρονης κρατικής υπηρεσίας του στην Ινδία, συγκέντρωσε το κατάλληλο υλικό για την έκδοση του έργου Παλικές, σανσκριτικές και αρχαίες καναρικές επιγραφές (1878).… …   Dictionary of Greek

  • Βαν Φλιτ, Τζέιμς — (James Van Fleet, Κοΐτεσβιλ, Νιου Τζέρσι 1893 – 1978). Αμερικανός στρατιωτικός. Σπούδασε στη Στρατιωτική Ακαδημία του Γουέστ Πόιντ. Δίδαξε σε διάφορα πανεπιστήμια και στρατιωτικές σχολές των ΗΠΑ. Έλαβε μέρος στην απόβαση της Νορμανδίας (1944), ως …   Dictionary of Greek

  • Ζαραμπούκα, Σοφία — (Αθήνα 1939 –). Λογοτέχνης και εικονογράφος. Έγραψε κυρίως παιδικές ιστορίες και παραμύθια, ενώ σημαντικό είναι και το έργο της στον χώρο της διασκευής μύθων της αρχαίας ελληνικής μυθολογίας και των κωμωδιών του Αριστοφάνη Βάτραχοι, Ειρήνη,… …   Dictionary of Greek

  • εφημερίδα — Έντυπο που κυκλοφορεί κάθε μέρα ή σε αραιότερα χρονικά διαστήματα και περιέχει ειδήσεις, σχόλια και άλλο υλικό της επικαιρότητας. Στην ευρύτερη σημασία του ο όρος ε. χαρακτηρίζει κάθε τυπωμένο κείμενο, στο οποίο καταχωρούνται ειδήσεις που… …   Dictionary of Greek

  • φλιτάρω — Ν ψεκάζω με εντομοκτόνο. [ΕΤΥΜΟΛ. < φλιτ + ρηματ. κατάλ. άρω*] …   Dictionary of Greek

  • φλιτάρισμα — το, ατος το να φλιτάρεις (βλ. λ.), το να εκτοξεύεις φλιτ (βλ. λ.): Στο φλιτάρισμα να κλείνεις και τις πόρτες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φλιτάρω — φλιτάρισα, φλιταρίστηκα, φλιταρισμένος, μτβ., με ειδική συσκευή εκτοξεύω πυκνά σταγονίδια φλιτ (βλ. λ.), για την εξόντωση διάφορων εντόμων …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»